- προασκώ
- προάσκησα, προασκήθηκα, προασκημένος, ασκώ κάποιον, προγυμνάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προασκώ — προασκῶ, έω, ΝΑ ασκώ κάποιον προκαταρκτικά, προγυμνάζω … Dictionary of Greek
ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… … Dictionary of Greek
προάσκηση — η / προάσκησις, ήσεως, Ν Μ [προασκῶ] προκαταρκτική άσκηση, προγύμναση … Dictionary of Greek